- άστρεπτος
- και άστρεφτος, -η, -ο (AM ἄστρεπτος, -ον)1. ο αλύγιστος, ο σταθερός2. εκείνος που δεν έχει γυρισμό, που δεν έχει δρόμο επιστροφής («ἄστρεπτος Ἅιδης», Λυκ.)αρχ.αυτός που προχωρεί χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Dictionary of Greek. 2013.